average

Αγγλικά (en)

Επίθετο

παραθετικά
θετικός average
συγκριτικός more average
υπερθετικός most average

average (en)

  1. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) μέσος, που αποτελεί το μέσο όρο μιας σειράς ενδείξεων
    the average age/speed - η μέση ηλικία/ταχύτητα
    the average price - η μέση τιμή
     συνώνυμα:  δείτε το επίθετο mean
  2. μέσος, που συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά της πλειοψηφίας στο πλαίσιο μιας κοινωνίας
    the average man - ο μέσος άνθρωπος
  3. μέσος, μέτριος, δεν είναι πολύ καλό
    a man of average intelligence - άνθρωπος μέσης αντίληψης
    How is his English—good, average, or bad?
    Πώς είναι τα αγγλικά του—καλά, μέτρια ή κακά;
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη mediocre

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
average averages

average (en)

  • (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο μέσος όρος
    He is above/below average.
    Είναι πάνω/κάτω από τον μέσο όρο.
    On average there are 15 children in each class.
    Κατά μέσον όρο υπάρχουν 15 παιδιά σε κάθε τάξη.
     συνώνυμα: mean

Ρήμα

ενεστώτας average
γ΄ ενικό ενεστώτα averages
αόριστος averaged
παθητική μετοχή averaged
ενεργητική μετοχή averaging

average (en)

  • κατά μέσον όρο
    I average 17 hours of work a day.
    Κατά μέσον όρο δουλεύω 17 ώρες την ημέρα.
    They are averaging 15 children in each class.
    Κατά μέσον όρο υπάρχουν 15 παιδιά σε κάθε τάξη.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.