ατραξιόν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ατραξιόν < (λόγιο δάνειο) γαλλική attraction[1]

Ουσιαστικό

ατραξιόν θηλυκό άκλιτο

  1. αυτό που προσελκύει την προσοχή των θεατών ή επισκεπτών
    Και πού και πού αγωνίζονται πώς θα λειτουργήσουν ως τουριστικές ατραξιόν το τρενάκι του Πηλίου και ο οδοντωτός των Καλαβρύτων. (από την εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 25 Απριλίου 2009)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.