appeal

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
appeal appeals

appeal (en)

  1. (νομικός όρος) η έφεση
    She made an appeal to a higher court.
    Έκανε έφεση σε ανώτερο δικαστήριο.
  2. η ένσταση κατά μιας διοικητικής απόφασης
    in an administrative appeal the correctness of the decision itself will be examined, usually by a higher body in the agency (από το λήμμα Administrative_law της αγγλόφωνης Βικιπαίδειας)
  3. η έκκληση, η προσφυγή
  4. η ελκυστικότητα, η γοητεία, η έλξη, κάτι που κινεί το ενδιαφέρον

Ρήμα

ενεστώτας appeal
γ΄ ενικό ενεστώτα appeals
αόριστος appealed
παθητική μετοχή appealed
ενεργητική μετοχή appealing

appeal (en)

  1. (μεταβατικό & αμετάβατο, νομικός όρος) εφεσιβάλλω, κάνω έφεση
    We will be appealing the decision.
    Θα εφεσιβάλλουμε την απόφαση.
  2. κάνω ένσταση κατά μιας απόφασης
  3. κάνω έκκληση
  4. ελκύω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.