antivirus
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
antivirus (fr) αρσενικό άκλιτο
διεθνής όρος για προγράμματα προστασίας από (κακόβουλο λογισμικό) (χάκερ) που πλήττει τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.