υβριδικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υβριδικός η υβριδική το υβριδικό
      γενική του υβριδικού της υβριδικής του υβριδικού
    αιτιατική τον υβριδικό την υβριδική το υβριδικό
     κλητική υβριδικέ υβριδική υβριδικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υβριδικοί οι υβριδικές τα υβριδικά
      γενική των υβριδικών των υβριδικών των υβριδικών
    αιτιατική τους υβριδικούς τις υβριδικές τα υβριδικά
     κλητική υβριδικοί υβριδικές υβριδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υβριδικός < υβρίδ(ιο) + -ικός

Προφορά

ΔΦΑ : /i.vɾi.ðiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υβριδικός

Επίθετο

υβριδικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με τον υβριδισμό
  2. που προέρχεται από υβριδισμό
  3. (τεχνολογία) που αφορά την τεχνολογία HbbTV

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.