υβριδικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υβριδικός | η | υβριδική | το | υβριδικό |
| γενική | του | υβριδικού | της | υβριδικής | του | υβριδικού |
| αιτιατική | τον | υβριδικό | την | υβριδική | το | υβριδικό |
| κλητική | υβριδικέ | υβριδική | υβριδικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υβριδικοί | οι | υβριδικές | τα | υβριδικά |
| γενική | των | υβριδικών | των | υβριδικών | των | υβριδικών |
| αιτιατική | τους | υβριδικούς | τις | υβριδικές | τα | υβριδικά |
| κλητική | υβριδικοί | υβριδικές | υβριδικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.vɾi.ðiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐βρι‐δι‐κός
Επίθετο
υβριδικός, -ή, -ό
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.