ούπατ

Νέα ελληνικά (el)

Βίδα και ούπατ.

Ετυμολογία

ούπατ < (άμεσο δάνειο) γερμανική Upat GmbH (από το όνομα της εταιρείας που τα κατασκεύαζε)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈu.pat/

Ουσιαστικό

ούπατ ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα

  • κοχλιοδόχη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.