actuate
Αγγλικά (en)
| ενεστώτας | actuate |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | actuates |
| αόριστος | actuated |
| παθητική μετοχή | actuated |
| ενεργητική μετοχή | actuating |
Ετυμολογία
- actuate, 17ος αιώνας: ενεργοποιώ (π.χ. μηχάνημα) > ύστερος 16ος αιώνας κινητοποιώ σε δράση, προκαλώ την ζωντάνια, ζωντανεύω, αναζωογονώ < αρχική σημασία: επιτελώ στην πράξη < μεσαιωνικά λατινικά actuat- (επιτελούμενος, ενεργοποιημένος) < ρήμα actuare < λατινική actus (→ δείτε και τη λέξη act)
Ρήμα
actuate (en) (επίσημο)
- (μεταβατικό) ενεργοποιώ, κινητοποιώ
- (μεταβατικό) κινώ, παρακινώ κάποιον σε μια πράξη ή ενέργεια
Συγγενικά
- actuation
- actuator
Πηγές
- actuate - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 448-449, 656. ISBN 9780194325684., λήμμα: κινώ, παρακινώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.