actuator

Αγγλικά (en)

Ο μηχανισμός διεύθυνσης κεφαλών (actuator) σε ένα σκληρό δίσκο

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈæk.tʃu.eɪ.tər/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˈæk.tʃu.eɪ.t̬ɚ/ (ΗΠΑ)

Ουσιαστικό

actuator (en)

  1. ενεργοποιητής
  2. (υλικό υπολογιστή) ο μηχανισμός (συνήθως σταθερός μαγνήτης και κινούμενο πηνίο) που διευθύνει την κεφαλή ανάγνωσης/εγγραφής σε μια μονάδα μαγνητικών δίσκων

Συγγενικά

  • actuation

  • actuator στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.