Myra
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- Myra < όνομα που επινόησε ο ποιητής και πολιτικός Fulke Greville (1554–1628), πιθανόw αναγραμματισμός του Mary (Μαρία, Μαίρη)
Δανικά (da)
Ετυμολογία
- Myra < άμεσο δάνειο από την αγγλική Myra
Λατινικά (la)
Ετυμολογία
- Myra < (άμεσο δάνειο) αρχαία ελληνική Μύρα
Φινλανδικά (fi)
Ετυμολογία
- Myra < άμεσο δάνειο από την αγγλική Myra
Αναφορές
- Finnish Digital and Population Information Agency, ανακτήθηκε στις 1/8/2023, ενημέρωση δημοτολογίου μέχρι τις 31/7/2023 , φύλλο Naiset ens.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.