Meer
Γερμανικά (de)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
| ονομαστική | das | Meer | die | Meere |
| γενική | des | Meers Meeres |
der | Meere |
| δοτική | dem | Meer Meere |
den | Meeren |
| αιτιατική | das | Meer | die | Meere |
Προφορά
- ⓘ
- ⓘ
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Ιταλικά (it)
Ετυμολογία
- Meer < → λείπει η ετυμολογία
Σουηδικά (sv)
Ετυμολογία
- Meer < → λείπει η ετυμολογία
Δανικά (da)
Ετυμολογία
- Meer < → λείπει η ετυμολογία
Γερμανικά (de)
Ετυμολογία
- Meer < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.