See
Γερμανικά (de)
Προφορά
- ⓘ
- ⓘ
Ουσιαστικό
See (de) αρσενικό (γενική: Sees , πληθυντικός: Seen)
- (γεωγραφία) η λίμνη
- τμήμα της ονομασίας πολλών λιμνών (στα γερμανικά)
Ουσιαστικό
See (de) θηλυκό (γενική: See, πληθυντικός Seen)
- (γεωγραφία, μόνο στον ενικό) η θάλασσα, ο ωκεανός
- (ναυτικός όρος) ο κυματισμός, το φούσκωμα των υδάτων σε θάλασσα ή λίμνη· μεγάλο κύμα
Ιταλικά (it)
Ετυμολογία
- See < → λείπει η ετυμολογία
Σουηδικά (sv)
Ετυμολογία
- See < → λείπει η ετυμολογία
Γερμανικά (de)
Ετυμολογία
- See < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.