Hut
Γερμανικά (de)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
| ονομαστική | der | Hut | die | Hüte |
| γενική | des | Hutes Huts |
der | Hüte |
| δοτική | dem | Hut Hute |
den | Hüten |
| αιτιατική | den | Hut | die | Hüte |
Ετυμολογία
- Hut < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική huot < παλαιά άνω γερμανική huot [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /huːt/
- ⓘ
Ουσιαστικό
Hut (de) αρσενικό
- (ενδυμασία) το καπέλο
- Ich habe mir einen neuen schwarzen Hut gekauft.
- Αγόρασα ένα καινούργιο μαύρο καπέλο.
- Ich habe mir einen neuen schwarzen Hut gekauft.
- (μυκητολογία) το ανώτερο τμήμα ενός μανιταριού
Σύνθετα
- Fingerhut
- Hutmacher
- Hutschachtel
- Kardinalshut
- Strohhut
- Zuckerhut
Αναφορές
- Hut - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).
Φλαμανδικά (vls)
Ετυμολογία
- Hut < → λείπει η ετυμολογία
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- Hut < → λείπει η ετυμολογία
Γερμανικά (de)
Ετυμολογία
- Hut < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.