Hut

Γερμανικά (de)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Hut die Hüte
γενική des Hutes
Huts
der Hüte
δοτική dem Hut
Hute
den Hüten
αιτιατική den Hut die Hüte

Ετυμολογία

Hut < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική huot < παλαιά άνω γερμανική huot [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /huːt/
 

Ουσιαστικό

Hut (de) αρσενικό

  1. (ενδυμασία) το καπέλο
    Ich habe mir einen neuen schwarzen Hut gekauft.
    Αγόρασα ένα καινούργιο μαύρο καπέλο.
  2. (μυκητολογία) το ανώτερο τμήμα ενός μανιταριού

Σύνθετα

Αναφορές

  1. Hut - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).



Φλαμανδικά (vls)

Ετυμολογία

Hut < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Hut αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές

  • Top 10.000 des noms de famille en Belgique au 1/01/2017, Statbel, Βελγικό Στατιστικό Γραφείο, ανακτήθηκε στις 1/8/2023, : Το επώνυμο αυτό εμφανίζεται στην Περιοχή: Wallonie του Βελγίου



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

Hut < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Hut αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές

  • Top 10.000 des noms de famille en Belgique au 1/01/2017, Statbel, Βελγικό Στατιστικό Γραφείο, ανακτήθηκε στις 1/8/2023, : Το επώνυμο αυτό εμφανίζεται στην Περιοχή Wallonie του Βελγίου



Γερμανικά (de)

Ετυμολογία

Hut < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Hut αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές

  • TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.