ATM
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- ATM < Automated Teller Machine
- ATM < Asynchronous Transfer Mode
- ATM < Air traffic Management
Ουσιαστικό
ATM (en)
- μηχάνημα αυτόματων συναλλαγών ή Αυτόματη Ταμειολογιστική Μηχανή, μηχάνημα αυτόματης ανάληψης χαρτονομισμάτων, σε μία τράπεζα, εμπορικό κέντρο κ.α.
- (πληροφορική) ασύγχρονος τρόπος μεταφοράς δεδομένων
- (αεροπορικός όρος) διαχείριση εναέριας κυκλοφορίας, ΔΕΚ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.