ATM

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

  1. ATM < Automated Teller Machine
  2. ATM < Asynchronous Transfer Mode
  3. ATM < Air traffic Management

Ουσιαστικό

ATM (en)

  1. μηχάνημα αυτόματων συναλλαγών ή Αυτόματη Ταμειολογιστική Μηχανή, μηχάνημα αυτόματης ανάληψης χαρτονομισμάτων, σε μία τράπεζα, εμπορικό κέντρο κ.α.
  2. (πληροφορική) ασύγχρονος τρόπος μεταφοράς δεδομένων
  3. (αεροπορικός όρος) διαχείριση εναέριας κυκλοφορίας, ΔΕΚ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.