ΔΕΚ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈðek/
Συντομομορφή
Δ.Ε.Κ. θηλυκό ακρωνύμιο
- (αεροπορικός όρος) η διαδικασία ελέγχου και διαχείρισης της κυκλοφορίας των αεροσκαφών
Πηγές
- ΟΜΕΟΔΕΚ (2015). Αγγλοελληνικό γλωσσάριο όρων Διαχείρισης Εναέριας Κυκλοφορίας (ΔΕΚ). Αθήνα: Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.