-φυΐα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -φυΐα οι -φυΐες
      γενική της -φυΐας των -φυϊών
    αιτιατική τη(ν) -φυΐα τις -φυΐες
     κλητική -φυΐα -φυΐες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-φυΐα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -φυΐα < -φυής < φύω

Προφορά

ΔΦΑ : /fiˈi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φυΐα

Επίθημα

-φυΐα

Σύνθετα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • -φυΐα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

-φυΐα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -φυΐα < -φυής < φύω

Επίθημα

-φυΐα

  • δεύτερο συνθετικό θηλυκών επιθέτων που δηλώνει τη φύση που προσδιορίζει το πρώτο συνθετικό, ή την προέλευση
    γιγαντοφυΐα
    ἀκανθοφυΐα
    Δουκοφυΐα

Σύνθετα

  • Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -φυΐα στο Βικιλεξικό

Συγγενικά



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική -φυΐ αἱ -φυΐαι
      γενική τῆς -φυΐᾱς τῶν -φυϊῶν
      δοτική τῇ -φυΐ ταῖς -φυΐαις
    αιτιατική τὴν -φυΐᾱν τὰς -φυΐᾱς
     κλητική ! -φυΐ -φυΐαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  -φυΐ
γεν-δοτ τοῖν  -φυΐαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-φυΐα < -φυ(ής) + -ία < φύω

Επίθημα

-φυΐα

  • δεύτερο συνθετικό θηλυκών επιθέτων που δηλώνει τη φύση που προσδιορίζει το πρώτο συνθετικό, ή τον τόπο προέλευσης
    κακοφυΐα
    ὀδοντοφυΐα

Σύνθετα

  • Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -φυΐα στο Βικιλεξικό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.