-τομος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | -τομος | η | -τομη | το | -τομο |
| γενική | του | -τομου | της | -τομης | του | -τομου |
| αιτιατική | τον | -τομο | τη(ν) | -τομη | το | -τομο |
| κλητική | -τομε | -τομη | -τομο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | -τομοι | οι | -τομες | τα | -τομα |
| γενική | των | -τομων | των | -τομων | των | -τομων |
| αιτιατική | τους | -τομους | τις | -τομες | τα | -τομα |
| κλητική | -τομοι | -τομες | -τομα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- -τομος < τόμος
Επίθημα
-τομος, -η, -ο
- β' συνθετικό επιθέτων που προσδιορίζουν τον αριθμό των τόμων στους οποίους έχει δημοσιευθεί ένα έργο
- μονότομος
- δίτομος
- τρίτομος
- τετράτομος
- πεντάτομος
- εξάτομος
- επτάτομος / εφτάτομος
- οκτάτομος
- εννιάτομος
- δεκάτομος
- εντεκάτομος / ενδεκάτομος
- δωδεκάτομος
- ...και ούτω καθεξής...
- πολύτομος
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -τομος στο Βικιλεξικό
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- -τομος < τόμος
Επίθημα
-τομος, -η, -ον
- β' συνθετικό επιθέτων που προσδιορίζουν τον αριθμό των τεμαχίων στο οποίο έχει κοπεί ένα αντικείμενο
- τρίτομος (κομμένος στα τρία: ελληνιστική κοινή)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.