-κήλη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | -κήλη | οι | -κήλες |
| γενική | της | -κήλης | των | -κηλών |
| αιτιατική | τη(ν) | -κήλη | τις | -κήλες |
| κλητική | -κήλη | -κήλες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- -κήλη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή -κήλη[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈci.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -κή‐λη
Επίθημα
-κήλη θηλυκό
- (ιατρική) β′ συνθετικό ουσιαστικών τα οποία αναφέρονται στον σχηματισμό κήλης σε κάποιο σημείο
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -κήλη στο Βικιλεξικό
Αναφορές
- "-κήλη" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- -κήλη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.