βουβωνοκήλη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βουβωνοκήλη | οι | βουβωνοκήλες |
| γενική | της | βουβωνοκήλης | — | |
| αιτιατική | τη | βουβωνοκήλη | τις | βουβωνοκήλες |
| κλητική | βουβωνοκήλη | βουβωνοκήλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βουβωνοκήλη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βουβωνοκήλη
Συγγενικά
Μεταφράσεις
βουβωνοκήλη
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.