ομφαλοκήλη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ομφαλοκήλη οι ομφαλοκήλες
      γενική της ομφαλοκήλης
    αιτιατική την ομφαλοκήλη τις ομφαλοκήλες
     κλητική ομφαλοκήλη ομφαλοκήλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Παιδιά από τη Σιέρα Λεόνε που πάσχουν από ομφαλοκήλη

Ετυμολογία

ομφαλοκήλη < ομφαλός + -ο- + -κήλη

Ουσιαστικό

ομφαλοκήλη θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.