ομφαλοκήλη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ομφαλοκήλη | οι | ομφαλοκήλες |
| γενική | της | ομφαλοκήλης | — | |
| αιτιατική | την | ομφαλοκήλη | τις | ομφαλοκήλες |
| κλητική | ομφαλοκήλη | ομφαλοκήλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
%252C_1967.jpg.webp)
Παιδιά από τη Σιέρα Λεόνε που πάσχουν από ομφαλοκήλη
Μεταφράσεις
ομφαλοκήλη
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.