ιατρείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ιατρείο | τα | ιατρεία |
| γενική | του | ιατρείου | των | ιατρείων |
| αιτιατική | το | ιατρείο | τα | ιατρεία |
| κλητική | ιατρείο | ιατρεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.aˈtɾio/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐α‐τρεί‐ο
Ουσιαστικό
ιατρείο ουδέτερο
- (ιατρική) ο χώρος όπου εργάζεται και εξετάζει τους ασθενείς του ένα γιατρός
- ↪ δεν βρίσκει θέση σε νοσοκομείο και αποφάσισε να ανοίξει δικό του ιατρείο
- (συνήθως στον πληθυντικό) κτίριο που ανήκει σε έναν ασφαλιστικό φορέα και στο οποίο προσφέρονται ιατρικές υπηρεσίες
- ↪ Πήγα να εξεταστώ στα ιατρεία του ΙΚΑ, αλλά έχει αλλάξει όνομα και διεύθυνση.
- εξωτερικά ιατρεία: ο χώρος σε ένα νοσοκομείο όπου εξετάζονται εξωτερικοί ασθενείς καθώς και η αντίστοιχη υπηρεσία
- γιατρείο (σπανιότερο, προφορικό)
Σύνθετα
- με δεύτερο συνθετικό -ιατρείο Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ιατρείο στο Βικιλεξικό
- λήγουν σε -ιατρείο - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ιατρός
Πηγές
- ιατρείο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ιατρείο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
