Βλαχαίικα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Βλαχαίικα
      γενική των Βλαχαίικων
    αιτιατική τα Βλαχαίικα
     κλητική Βλαχαίικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Βλαχαίικα < επώνυμο Βλάχος + -αίικα[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /vlaˈçe.i.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βλαχαίικα

Κύριο όνομα

Βλαχαίικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.