-έρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η -έρας οι -έρες
      γενική του/της -έρα των -ερών
    αιτιατική τον/τη(ν) -έρα τους/τις -έρες
     κλητική -έρα -έρες
Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας».
Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-έρης < -ιέρης με [[αποβολή του [i] ανάμεσα σε [s] και φωνήεν[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈe.ɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρης

Επίθημα

-έρης αρσενικό

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -έρης στο Βικιλεξικό

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.