τραμβαγέρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τραμβαγέρης οι τραμβαγέρηδες
      γενική του τραμβαγέρη των τραμβαγέρηδων
    αιτιατική τον τραμβαγέρη τους τραμβαγέρηδες
     κλητική τραμβαγέρη τραμβαγέρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τραμβαγέρης < τραμβάι + -έρης

Προφορά

ΔΦΑ : /tɾaɱ.vaˈʝe.ɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τραμβαγέρης

Ουσιαστικό

τραμβαγέρης αρσενικό

  • (επάγγελμα) ο οδηγός του τραμ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.