*θανατάς

Νέα ελληνικά (el)

αμάρτυρος τύπος
αμάρτυρος τύπος
αμάρτυρος υποθετικός τύπος, λέξη που δεν σώζεται σε κείμενα
αλλά σε σύνθετες λέξεις ή σε γραμματικούς τύπους ή σε σχόλια γραμματικών
- μπροστά από τη λέξη σημειώνεται ένας αστερίσκος -
 

Ουσιαστικό

*θανατάς ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.