·
Διεθνείς όροι
Σύμβολο
·
- (μαθηματικά) σύμβολο του πολλαπλασιασμού, συνήθως στην άλγεβρα, όπου συνηθίζεται η παράληψή του να εννοείται
- Η αλγεβρική παράσταση: , γράφεται ισοδύναμα για λόγους ευανάγνωσης: , όπου εννοείται το σύμβολο «»
Αντώνυμα
- (διαίρεση): ÷
-
· στη Βικιπαίδεια

-
· στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.