ῥαφεύς

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ῥαφεύς < ῥάπτω

Ουσιαστικό

ῥαφεύς-έως

  1. που σχεδιάζει, ενώνει, συγκολλά
  2. ο ράφτης
  3. (μεταφορικά) ο μηχανορράφος, εκείνος που έχει σχεδιάσει κάτι κακό, δολοφονία
    κἀγὼ δίκαιος τοῦδε τοῦ φόνου ῥαφεύς (Αισχύλος, "Αγαμέμνων")

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.