ᾤα

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική αἱ αι
      γενική τῆς ᾱς τῶν ῶν
      δοτική τῇ ταῖς αις
    αιτιατική τὴν ᾱν τὰς ᾱς
     κλητική ! αι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ 
γεν-δοτ τοῖν  αιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ᾤα < *ὠϝία ή *ὦϝjα < ὄϊς (πρόβατο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃eui- (πρόβατο)[1]

Ουσιαστικό

ᾤα θηλυκό

  1. η προβιά
     συνώνυμα: μηλωτή
  2. ένδυμα που καλύπτει τα πόδια, παρόμοιο με το παντελόνι ή με ποδιά, που το φορούσαν οι λουόμενοι
    περιζωσάμενος ᾤαν λουτρίδα, κατάδεσμον ἥβης (Θεόπομπος, κωμικός, 4ος αιώνας. 37)
  3. (ενδυμασία) η ούγια, η μπορντούρα ενός ενδύματος
     συνώνυμα: ὄα, κράσπεδον
  4. (κατ’ επέκταση) η άκρη

  • ὄα

Αναφορές

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.