μπορντούρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπορντούρα οι μπορντούρες
      γενική της μπορντούρας
    αιτιατική την μπορντούρα τις μπορντούρες
     κλητική μπορντούρα μπορντούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπορντούρα < ιταλικά bordura (f)

Ουσιαστικό

μπορντούρα θηλυκό,

παρυφή υφάσματος ή φορέματος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.