ὠμοβρώς
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
ὠμοβρώς
<
ὠμός
+
βιβρώσκω
Ουσιαστικό
ὠμοβρώς
αρσενικό ή θηλυκό
(γενική: ὠμοβρῶτος)
που τρώει ωμό
κρέας
Συνώνυμα
ὠμοφάγος
,ος, ον
ὠμηστής
ὠμόσιτος
,ος,ον
Συγγενικά
ὠμοβόειος
,α,ον
ὠμοβοέη
ὠμογέρων
ὠμοδακής
,ής,ές
ὠμόδροπος
,ος,ον
ὠμοθετέω
ὠμόθυμος
,ος,ον
ὠμοκρατής
,ής,ές
ὠμοτόκος
,ος,ον
ὠμόφρων
ο και η
ὠμοφρόνως
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.