ὠμοκρατής

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ὠμοκρατής τὸ ὠμοκρατές οἱ, αἱ ὠμοκρατεῖς τὰ ὠμοκρατ
Γενική τοῦ, τῆς ὠμοκρατοῦς τοῦ ὠμοκρατοῦς τῶν ὠμοκρατῶν τῶν ὠμοκρατῶν
Δοτική τῷ, τῇ ὠμοκρατεῖ τῷ ὠμοκρατεῖ τοῖς, ταῖς ὠμοκρατέσι(ν) τοῖς ὠμοκρατέσι(ν)
Αιτιατική τὸν, τὴν ὠμοκρατ τὸ ὠμοκρατές τοὺς, τὰς ὠμοκρατεῖς τὰ ὠμοκρατ
Κλητική ὠμοκρατές ὠμοκρατές ὠμοκρατεῖς ὠμοκρατ
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ὠμοκρατεῖ
Γενική-Δοτική ὠμοκρατοῖν

Ετυμολογία

ὠμοκρατής < ὠμός και κράτος

Επίθετο

ὠμοκρατής,ής, ές

  1. αυτός που έχει ωμή δύναμη
  2. ο ασυγκράτητος
  3. ο ατίθασος
  4. ίσως και ο πολύ γεροδεμένος, με φαρδιές πλάτες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.