ὠμοκρατής
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ ὠμοκρατής | τὸ ὠμοκρατές | οἱ, αἱ ὠμοκρατεῖς | τὰ ὠμοκρατῆ |
| Γενική | τοῦ, τῆς ὠμοκρατοῦς | τοῦ ὠμοκρατοῦς | τῶν ὠμοκρατῶν | τῶν ὠμοκρατῶν |
| Δοτική | τῷ, τῇ ὠμοκρατεῖ | τῷ ὠμοκρατεῖ | τοῖς, ταῖς ὠμοκρατέσι(ν) | τοῖς ὠμοκρατέσι(ν) |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν ὠμοκρατῆ | τὸ ὠμοκρατές | τοὺς, τὰς ὠμοκρατεῖς | τὰ ὠμοκρατῆ |
| Κλητική | ὠμοκρατές | ὠμοκρατές | ὠμοκρατεῖς | ὠμοκρατῆ |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ὠμοκρατεῖ | |||
| Γενική-Δοτική | ὠμοκρατοῖν | |||
Επίθετο
ὠμοκρατής,ής, ές
- αυτός που έχει ωμή δύναμη
- ο ασυγκράτητος
- ο ατίθασος
- ίσως και ο πολύ γεροδεμένος, με φαρδιές πλάτες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.