ὠμογέρων
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
ὠμογέρων
<
ὠμός
και
γέρων
Ουσιαστικό
ὠμογέρων
-γέροντος
αρσενικό
ο
ακμαίος
,
σφριγηλός
για την ηλικία του
γέροντας
εκείνος που γέρασε πρόωρα
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.