ὠμογέρων

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ὠμογέρων < ὠμός και γέρων

Ουσιαστικό

ὠμογέρων-γέροντος αρσενικό

  1. ο ακμαίος, σφριγηλός για την ηλικία του γέροντας
  2. εκείνος που γέρασε πρόωρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.