ὠμόδροπος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ ὠμόδροπος | τὸ ὠμόδροπον | οἱ, αἱ ὠμόδροποι | τὰ ὠμόδροπα |
| Γενική | τοῦ, τῆς ὠμοδρόπου | τοῦ ὠμοδρόπου | τῶν ὠμοδρόπων | τῶν ὠμοδρόπων |
| Δοτική | τῷ, τῇ ὠμοδρόπῳ | τῷ ὠμοδρόπῳ | τοῖς, ταῖς ὠμοδρόποις | τοῖς ὠμοδρόποις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν ὠμόδροπον | τὸ ὠμόδροπον | τοὺς, τὰς ὠμοδρόπους | τὰ ὠμόδροπα |
| Κλητική | ὠμόδροπε | ὠμόδροπον | ὠμόδροποι | ὠμόδροπα |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ὠμοδρόπω | |||
| Γενική-Δοτική | ὠμοδρόποιν | |||
Επίθετο
ὠμόδροπος,ος,ον
- το φρούτο που έδρεψαν άγουρο, πρόωρα
- η διακόρευση παρθένου κοριτσιού χωρίς γάμο ή τα συζυγικά δικαιώματα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.