ὠμόθυμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ ὠμόθυμος | τὸ ὠμόθυμον | οἱ, αἱ ὠμόθυμοι | τὰ ὠμόθυμα |
| Γενική | τοῦ, τῆς ὠμοθύμου | τοῦ ὠμοθύμου | τῶν ὠμοθύμων | τῶν ὠμοθύμων |
| Δοτική | τῷ, τῇ ὠμοθύμῳ | τῷ ὠμοθύμῳ | τοῖς, ταῖς ὠμοθύμοις | τοῖς ὠμοθύμοις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν ὠμόθυμον | τὸ ὠμόθυμον | τοὺς, τὰς ὠμοθύμους | τὰ ὠμόθυμα |
| Κλητική | ὠμόθυμε | ὠμόθυμον | ὠμόθυμοι | ὠμόθυμα |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ὠμοθύμω | |||
| Γενική-Δοτική | ὠμοθύμοιν | |||
Επίθετο
ὠμόθυμος,ος,ον
- εκείνος που έχει άγρια ψυχή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.