ὠμοθετέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ὠμοθετέω < ὠμός και τίθημι

Ρήμα

ὠμοθετέω

  1. θέτω άψητα κομμάτια κρέατος πάνω σε αυτά που ήδη καίγονται στο βωμό
  2. θυσιάζω γενικά ( έννοια της μεταγενέστερης ελληνικής)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.