ὠμοδακής

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ὠμοδακής τὸ ὠμοδακές οἱ, αἱ ὠμοδακεῖς τὰ ὠμοδακ
Γενική τοῦ, τῆς ὠμοδακοῦς τοῦ ὠμοδακοῦς τῶν ὠμοδακῶν τῶν ὠμοδακῶν
Δοτική τῷ, τῇ ὠμοδακεῖ τῷ ὠμοδακεῖ τοῖς, ταῖς ὠμοδακέσι(ν) τοῖς ὠμοδακέσι(ν)
Αιτιατική τὸν, τὴν ὠμοδακ τὸ ὠμοδακές τοὺς, τὰς ὠμοδακεῖς τὰ ὠμοδακ
Κλητική ὠμοδακές ὠμοδακές ὠμοδακεῖς ὠμοδακ
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ὠμοδακεῖ
Γενική-Δοτική ὠμοδακοῖν

Ετυμολογία

ὠμοδακής < ὠμός και δάκνω

Επίθετο

ὠμοδακής,ής,ές

  1. ο εξαγριωμένος
      6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ. 692 (692-693)
    ὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ- | νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖν
    Πολύ ωμοβόρα επιθυμιά σε σπρώχνει, φονικό | να κάμεις, που πικρό θενά ᾽χει το καρπό,
    Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greeklanguage.gr
  2. εκείνος που δαγκώνει άγρια

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.