ὠμοβόειος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Επίθετο
ὠμοβόειος αρσενικό ή θηλυκό ( & ὠμοβόϊνος, ονομ. πληθ. και ὠμοβοεῖς, ιωνικός τύπος ὠμοβόεος)
- ο σχετικός με ακατέργαστο δέρμα βοδιού
- ἀσπίδας ὠμοβοΐνας
- δερμάτων ὠμοβοείων
- σάλπιγξιν ὠμοβοΐναις
Συγγενικά
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ ὠμοβόειος | τὸ ὠμοβόειον | οἱ, αἱ ὠμοβόειοι | τὰ ὠμοβόεια |
| Γενική | τοῦ, τῆς ὠμοβοείου | τοῦ ὠμοβοείου | τῶν ὠμοβοείων | τῶν ὠμοβοείων |
| Δοτική | τῷ, τῇ ὠμοβοείῳ | τῷ ὠμοβοείῳ | τοῖς, ταῖς ὠμοβοείοις | τοῖς ὠμοβοείοις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν ὠμοβόειον | τὸ ὠμοβόειον | τοὺς, τὰς ὠμοβοείους | τὰ ὠμοβόεια |
| Κλητική | ὠμοβόειε | ὠμοβόειον | ὠμοβόειοι | ὠμοβόεια |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ὠμοβοείω | |||
| Γενική-Δοτική | ὠμοβοείοιν | |||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.