ὠμοβόειος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ὠμοβόειος < ὠμός + βοῦς

Επίθετο

ὠμοβόειος αρσενικό ή θηλυκό ( & ὠμοβόϊνος, ονομ. πληθ. και ὠμοβοεῖς, ιωνικός τύπος ὠμοβόεος)

  1. ο σχετικός με ακατέργαστο δέρμα βοδιού
    ἀσπίδας ὠμοβοΐνας
    δερμάτων ὠμοβοείων
    σάλπιγξιν ὠμοβοΐναις

Συγγενικά

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ὠμοβόειος τὸ ὠμοβόειον οἱ, αἱ ὠμοβόειοι τὰ ὠμοβόεια
Γενική τοῦ, τῆς ὠμοβοείου τοῦ ὠμοβοείου τῶν ὠμοβοείων τῶν ὠμοβοείων
Δοτική τῷ, τῇ ὠμοβοείῳ τῷ ὠμοβοείῳ τοῖς, ταῖς ὠμοβοείοις τοῖς ὠμοβοείοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ὠμοβόειον τὸ ὠμοβόειον τοὺς, τὰς ὠμοβοείους τὰ ὠμοβόεια
Κλητική ὠμοβόειε ὠμοβόειον ὠμοβόειοι ὠμοβόεια
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ὠμοβοείω
Γενική-Δοτική ὠμοβοείοιν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.