ὕσσωπος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὕσσωπος αἱ ὕσσωποι
      γενική τῆς ὑσσώπου τῶν ὑσσώπων
      δοτική τῇ ὑσσώπ ταῖς ὑσσώποις
    αιτιατική τὴν ὕσσωπον τὰς ὑσσώπους
     κλητική ! ὕσσωπε ὕσσωποι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὑσσώπω
γεν-δοτ τοῖν  ὑσσώποιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὕσσωπος < (άμεσο δάνειο) εβραϊκή אזוב‎ (ezóv)

Ουσιαστικό

ὕσσωπος θηλυκό

Σημειώσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.