ὀρίγανον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ὀρίγανον | τὰ | ὀρίγανᾰ |
| γενική | τοῦ | ὀριγάνου | τῶν | ὀριγάνων |
| δοτική | τῷ | ὀριγάνῳ | τοῖς | ὀριγάνοις |
| αιτιατική | τὸ | ὀρίγανον | τὰ | ὀρίγανᾰ |
| κλητική ὦ! | ὀρίγανον | ὀρίγανᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀριγάνω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὀριγάνοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ὀρίγανον < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ὀρίγανον ουδέτερο
- ὀρίγανος
- ὀρείγανον
Εκφράσεις
- ὀρίγανον βλέπει: έχει ξινισμένα μούτρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.