ὑψηλότης

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὑψηλότης αἱ ὑψηλότητες
      γενική τῆς ὑψηλότητος τῶν ὑψηλοτήτων
      δοτική τῇ ὑψηλότητ ταῖς ὑψηλότησ(ν)
    αιτιατική τὴν ὑψηλότητ τὰς ὑψηλότητᾰς
     κλητική ! ὑψηλότης ὑψηλότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὑψηλότητε
γεν-δοτ τοῖν  ὑψηλοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὑψηλότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ὑψηλό(ς) + -της
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: καθαρεύουσα: Ὑψηλότης νέα ελληνικά: Υψηλότης με διαφορετική σημασία

Ουσιαστικό

ὑψηλότης θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.