Ὑψηλότης

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ὑψηλότης αἱ Ὑψηλότητες
      γενική τῆς Ὑψηλότητος τῶν Ὑψηλοτήτων
      δοτική τῇ Ὑψηλότητι ταῖς Ὑψηλότησι(ν)
    αιτιατική τὴν Ὑψηλότητα τὰς Ὑψηλότητας
     κλητική ! Ὑψηλότης Ὑψηλότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ὑψηλότης  δείτε τη λέξη υψηλότης

Προφορά

ΔΦΑ : /i.psiˈlo.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψηλότης

Ουσιαστικό

Ὑψηλότης θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.