σκῦτος

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

σκῦτος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

σκῦτος, τοῦ σκύτεος ουδέτερο

  1. δέρμα, τομάρι
  2. (ειδικότερα) δορά, προβιά, δέρμα που χρησιμοποιείται ως ρούχο
  3. δερμάτινος φαλλός, τον οποίο χρησιμοποιούσαν στην αττική κωμωδία
  4. ιμάντας από δέρμα

Συνώνυμα

Συγγενικά

  • δωδεκάσκυτος
  • σκυτάριον
  • σκυτεία
  • σκυτεῖον
  • σκυτεύς
  • σκύτευσις
  • σκυτεύω
  • σκυτίς
  • σκύτινος
  • σκυτικός
  • σκυτοβραχίων
  • σκυτοβυρσεύς
  • σκυτοδεψέω, ῶ
  • σκυτοκόλεος
  • σκυτοπώλης
  • σκυτόω, ῶ
  • σκυτοτόμος
  • σκυτόομαι, οῦμαι, ἐσκυτωμένος
  • σκυτορράφος
  • σκυτοτομεῖον
  • σκυτοτομέω, ῶ
  • σκυτοτραγέω, ῶ
  • σκυτώδης

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.