σκῦτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- σκῦτος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
σκῦτος, τοῦ σκύτεος ουδέτερο
Συνώνυμα
Συγγενικά
- δωδεκάσκυτος
- σκυτάριον
- σκυτεία
- σκυτεῖον
- σκυτεύς
- σκύτευσις
- σκυτεύω
- σκυτίς
- σκύτινος
- σκυτικός
- σκυτοβραχίων
- σκυτοβυρσεύς
- σκυτοδεψέω, ῶ
- σκυτοκόλεος
- σκυτοπώλης
- σκυτόω, ῶ
- σκυτοτόμος
- σκυτόομαι, οῦμαι, ἐσκυτωμένος
- σκυτορράφος
- σκυτοτομεῖον
- σκυτοτομέω, ῶ
- σκυτοτραγέω, ῶ
- σκυτώδης
Πηγές
- σκῦτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σκῦτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.