ὀρεσίτροφος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ὀρεσίτροφος τὸ ὀρεσίτροφον
      γενική τοῦ/τῆς ὀρεσιτρόφου τοῦ ὀρεσιτρόφου
      δοτική τῷ/τῇ ὀρεσιτρόφ τῷ ὀρεσιτρόφ
    αιτιατική τὸν/τὴν ὀρεσίτροφον τὸ ὀρεσίτροφον
     κλητική ! ὀρεσίτροφε ὀρεσίτροφον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ὀρεσίτροφοι τὰ ὀρεσίτροφ
      γενική τῶν ὀρεσιτρόφων τῶν ὀρεσιτρόφων
      δοτική τοῖς/ταῖς ὀρεσιτρόφοις τοῖς ὀρεσιτρόφοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ὀρεσιτρόφους τὰ ὀρεσίτροφ
     κλητική ! ὀρεσίτροφοι ὀρεσίτροφ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὀρεσιτρόφω τὼ ὀρεσιτρόφω
      γεν-δοτ τοῖν ὀρεσιτρόφοιν τοῖν ὀρεσιτρόφοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ὀρεσίτροφος < ὀρεσί- + -τρόφος

Επίθετο

ὀρεσίτροφος, -ος, -ον

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.