Ὀρέστης

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

Ὀρέστης < ὄρος + ἵστημι + -ής

Κύριο όνομα

Ὀρέστης αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα, Ορέστης
  2. (ελληνική μυθολογία): γιος του Ἀγαμέμνονος και της Κλυταιμνήστρας

Σημειώσεις

  • αναφέρεται στην Οδύσσεια (α-30). Μετά το φόνο του πατέρα του, η αδελφή του Ηλέκτρα τον φυγάδευσε στη Φωκίδα, απ΄ όπου και επέστρεψε με τον Πυλάδη και φόνευσε τους δολοφόνους του πατέρα του. Αργότερα εξαγνίσθηκε στην Αθήνα από τον Άρειο Πάγο όπου προέδρευε η θεά Αθηνά.

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.