ὁμοδοξία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ὁμοδοξίᾱ | αἱ | ὁμοδοξίαι |
| γενική | τῆς | ὁμοδοξίᾱς | τῶν | ὁμοδοξιῶν |
| δοτική | τῇ | ὁμοδοξίᾳ | ταῖς | ὁμοδοξίαις |
| αιτιατική | τὴν | ὁμοδοξίᾱν | τὰς | ὁμοδοξίᾱς |
| κλητική ὦ! | ὁμοδοξίᾱ | ὁμοδοξίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὁμοδοξίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὁμοδοξίαιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.