ὅμαδος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ουσιαστικό
ὅμαδος αρσενικό
- βοή, ταραχή από ομάδα συγκεντρωμένων ανθρώπων
- πάταγος μάχης
Συγγενικά
- ὁμαδέω
- ὁμαδεύω (μεταγενέστερο ή (ελληνιστική κοινή))
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.