ὁμόδημος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Επίθετο
ὁμόδημος, ος, ον και στη δωρική ὁμόδαμος
- ο συντοπίτης
- ο συνδημότης, αυτός που κατάγεται από τον ίδιο δήμο
- με την ίδια πατρίδα, από το ίδιο έθνος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.