ὀρχίδιον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ὀρχίδιον < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ὀρχίδιον, υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική ὄρχις (αρσενικό)

Ουσιαστικό

ὀρχίδιον ουδέτερο

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ὀρχίδιον τὰ ὀρχίδι
      γενική τοῦ ὀρχιδίου τῶν ὀρχιδίων
      δοτική τῷ ὀρχιδί τοῖς ὀρχιδίοις
    αιτιατική τὸ ὀρχίδιον τὰ ὀρχίδι
     κλητική ! ὀρχίδιον ὀρχίδι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀρχιδίω
γεν-δοτ τοῖν  ὀρχιδίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὀρχίδιον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ὄρχ(ις) + υποκοριστικό επίθημα -ίδιον
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: ὀρχίδιν > ἀρχίδι νέα ελληνικά: αρχίδι

Ουσιαστικό

ὀρχίδιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  • ὀρχείδιον

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.