ὀρχίδιν

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ὀρχίδιν < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ὀρχίδ(ιον) + -ιν, υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική ὄρχις (αρσενικό). Και μεσαιωνική ὄρχις, θηλυκό.

Ουσιαστικό

ὀρχίδιν ουδέτερο

Συγγενικά

  • ἀρχιδάτος / ἀρχιάτος
  • κόψορχις
  • μεγαλορχιδάτος
  • ὀρχιδοκωλοκτύπησις / ὀρχιδοκωλοκτύπωσις
  • ὀρχιδόπουλον / ὀρκιδόπουλον
  • ὀρχιοτομῶ / ὀρχοτομῶ
  •  δείτε και τη λέξη ὄρχις (θηλυκό)
  • για το ὀρχίπαπας  δείτε τη λέξη ἀρχιπάπας

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.