ιππευτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιππευτικός | η | ιππευτική | το | ιππευτικό |
| γενική | του | ιππευτικού | της | ιππευτικής | του | ιππευτικού |
| αιτιατική | τον | ιππευτικό | την | ιππευτική | το | ιππευτικό |
| κλητική | ιππευτικέ | ιππευτική | ιππευτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιππευτικοί | οι | ιππευτικές | τα | ιππευτικά |
| γενική | των | ιππευτικών | των | ιππευτικών | των | ιππευτικών |
| αιτιατική | τους | ιππευτικούς | τις | ιππευτικές | τα | ιππευτικά |
| κλητική | ιππευτικοί | ιππευτικές | ιππευτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ιππευτικός < ιππεύω
Μεταφράσεις
ιππευτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.