ατομικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ατομικά < ατομικός

Επίρρημα

ατομικά

  1. κατά τρόπο ατομικό, ως άτομο και όχι ως μέρος ενός συνόλου
     αντώνυμα: ομαδικά
    χάσαμε το παιχνίδι, γιατί ο καθένας έπαιζε ατομικά

Μεταφράσεις


Κλιτικός τύπος επιθέτου

ατομικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.