ατομικά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
ατομικά
<
ατομικός
Επίρρημα
ατομικά
κατά τρόπο
ατομικό
, ως
άτομο
και όχι ως μέρος ενός συνόλου
≠
αντώνυμα
:
ομαδικά
χάσαμε το παιχνίδι, γιατί ο καθένας έπαιζε
ατομικά
Μεταφράσεις
ατομικά
αγγλικά
:
individually
(en)
γαλλικά
:
individuellement
(fr)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ατομικά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
ατομικό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.